φαγητό, το, ουσ. [<μσν. φαγητόν], το φαγητό. 1. η τροφή, ιδίως η μαγειρεμένη: «υπάρχει φαγητό για όλους». 2. η λήψη τροφής, καθώς και ο χρόνος που διαθέτουμε για το σκοπό αυτό: «τους είδα που πήγαιναν για φαγητό || μετά το φαγητό καπνίζω πάντα ένα τσιγάρο»· βλ. και λ. φαΐ. (Ακολουθούν 12 φρ.)·
- άρπαξε το φαγητό, βρίσκεται στα όρια του καψίματος: «ξεχάστηκε στην κουβέντα με τη φιλενάδα της κι άρπαξε το φαγητό»·
- δεν υπάρχει κακός λόγος, όταν ξέρεις να τον πεις, κι άσχημο φαγητό, όταν ξέρεις να το μαγειρέψεις, βλ. λ. ξέρω·
- είναι φαγητό χωρίς αλάτι, βλ. λ. αλάτι·
- έπιασε το φαγητό, κάηκε ελαφρά στον πάτο του μαγειρικού σκεύους μέσα στο οποίο το μαγειρεύαμε: «την πήρε η φιλενάδα της στο τηλέφωνο και με το μπλα μπλα πέρασε η ώρα κι έπιασε το φαγητό που μαγείρευε»·
- κάνω φαγητό, μαγειρεύω: «αχ, τι ωραία που μυρίζει! Καλέ, τι φαγητό κάνεις;». Πρβλ.: και θα σου πάρω, κούκλα μου, του γάλακτος αρνάκι, για να το κάνεις φρικασέ με φρέσκο μαρουλάκι (Λαϊκό τραγούδι)· 
- κόλλησε το φαγητό, κάηκε μεγάλη ποσότητα φαγητού και βρίσκεται στον πάτο του μαγειρικού σκεύους μέσα στο οποίο το μαγειρεύαμε: «ξεχάστηκε στην τηλεόραση και κόλλησε το φαγητό που μαγείρευε»·
- μιλάμε για την κατσαρόλα και δεν ξέρουμε ακόμα τι φαγητό θέλουμε να κάνουμε, βλ. λ. κατσαρόλα·
- ξαναζεσταμένο φαγητό, λέγεται για υπόθεση, ιδίως για ερωτική σχέση, που διαταράχθηκε και έχασε το αρχικό της ενδιαφέρον, που ξεθύμανε: «δε θα επιδιώξω να τα ξαναφτιάξω μαζί της, γιατί δε μ’ αρέσει ξαναζεσταμένο φαγητό»· βλ. και φρ. ξαναζεσταμένη σούπα, λ. σούπα·
- πλαστικό φαγητό, το φαγητό που προσφέρεται από τα φαστφουντάδικα και το οποίο, σύμφωνα με τις τελευταίες ιατρικές μελέτες, είναι αιτία της παχυσαρκίας αλλά και άλλων ασθενειών: «στην Αμερική, όπου το πλαστικό φαγητό έχει μπει στην καθημερινή ζωή των Αμερικανών, παρατηρείται μια έξαρση της παχυσαρκίας»·  
- σβήνω το φαγητό (με κάποιο ποτό), προσθέτω στο φαγητό κάποιο ποτό (κονιάκ, ουίσκι, μπίρα, ιδίως κρασί) και το αφήνω να πάρει μια τελευταία βράση, πριν το κατεβάσω από τη φωτιά: «λίγο πριν κατεβάσει το στιφάδο απ’ τη φωτιά, έσβησε το φαγητό με κρασί»·    
- στήνω το φαγητό, το ετοιμάζω και το βάζω στη φωτιά: «όση ώρα η μητέρα έστηνε το φαγητό, ο πατέρας μαστόρευε στον κήπο»·
- το ρίχνω στο φαγητό, τρώω, ιδίως συχνά και σε ποσότητες: «απ’ τον καιρό που το ’ριξα στο φαγητό, έγινα διπλός || όταν είμαι πολύ στενοχωρημένος, το ρίχνω στο φαγητό»·
- τσιμπάει το φαγητό, είναι αρμυρό: «μου ξέφυγε λίγο παραπάνω αλάτι και τσιμπάει το φαγητό».